- κεκραγμός
- κεκραγμόςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κεκραγμός — κεκραγμός, ὁ (Α) το κέκραγμα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναδιπλασιασμένο θ. κεκραγ τού κράζω (πρβλ. παρακμ. κέ κραγα) + κατάλ. μός] … Dictionary of Greek
κεκραγμοῦ — κεκραγμός masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεκραγμῶν — κεκραγμός masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεκραγμῷ — κεκραγμός masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεκραγμόν — κεκραγμός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κράζω — (AM κράζω) 1. (για τον κόρακα ή για άλλα πτηνά) κρώζω (α. «κράξανε τα κοκόρια» β. «κράζει τε γὰρ και αἷμα,... ἀφίησιν ἐκ τῶν ὀφθαλμῶν ὀχεύων», Αριστοτ.) 2. βγάζω δυνατή φωνή, κραυγάζω («ἔκραζεν ὠδίνουσα», ΚΔ) νεοελλ. επιπλήττω ή αποδοκιμάζω… … Dictionary of Greek